- εννόμιος
- ἐννόμιος, -ον (AM) [νομή]1. ο κατάλληλος τόπος για βοσκή («μισθωσάμενοι... ὅσ' ἄλλ' ἐννόμια [ενν. χωρία]», επιγρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννόμιονφόρος βοσκής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐννόμιον — ἐννόμιος of masc/fem acc sg ἐννόμιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονομιαίος — μηλονομιαῑος, αία, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐννόμιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλονόμος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek